Για εμάς τους Έλληνες, το κρασί είναι στενά συνδεδεμένο με τον πολιτισμό και τη θρησκεία μας. Ωστόσο, δεν ήταν όλες οι περίοδοι της Ελληνικής Ιστορίας ευνοϊκές προς το κρασί, το οποίο πέρασε από πολλές περιπέτειες μέχρι να φτάσει στη σημερινή του θέση.
Στις επόμενες γραμμές θα επιχειρήσουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με τη διαχρονική παράδοση της οινοποίησης και την εξέλιξή της μέχρι σήμερα.
Στα χρόνια των αρχαίων Ελλήνων
Στην Ελλάδα, οι ευνοϊκές εδαφοκλιματικές συνθήκες επέτρεψαν την ευρεία εξάπλωση της αμπελουργίας από τα πρώτα ιστορικά χρόνια. Η έναρξη της ελληνικής αμπελουργίας χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή, με τη μεγαλύτερη της ανάπτυξη να σημειώνεται μεταξύ του 13ου και 11ου αιώνα π.Χ.
Η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με το κρασί είναι γνωστή και πολυσυζητημένη. Ο Όμηρος στην «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», ο Πλάτωνας και ο Ξενοφών στα «Συμπόσια» τους και ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» αναφέρονται συχνά στα φημισμένα κρασιά της αρχαιότητας. Τα γλυκά, απαλά κρασιά από τη Θήρα και την Κρήτη, τα εκλεκτά της Κύπρου και της Ρόδου, τα αρωματικά της Λέσβου, το εκλεπτυσμένο, παλαιωμένο κρασί της Κέρκυρας, το «υπνωτικό» της Θάσου, το φημισμένο «Αριούσιος» της Χίου και πολλά ακόμη περιζήτητα κρασιά αναφέρονται στα αρχαία κείμενα. Οι αρχαίοι Έλληνες εξήγαν κρασί και ελαιόλαδο και εισήγαν δημητριακά και χρυσό από την Αίγυπτο και τον Εύξεινο Πόντο, χαλκό από τη Συρία και την Κύπρο και ελεφαντόδοντο από την Αφρική.
Τα εξαγόμενα κρασιά ήταν φημισμένα, κυρίως αυτά των νησιών του Αιγαίου. Ειδικά τα κρασιά της Θάσου έπρεπε να πωλούνται αποκλειστικά σε αμφορείς για να αποφευχθούν απομιμήσεις. Στους πρώτους νόμους περί οίνου του 5ου αιώνα π.Χ. –την αρχαιότερη νομοθεσία για την προστασία της ονομασίας προέλευσης– διακρίνουμε τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας κανονισμών. Η ομοιότητα με τη σημερινή νομοθεσία της Ε.Ε. είναι αξιοσημείωτη.
Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν το κρασί και λάτρευαν παθιασμένα τον θεό Διόνυσο – έναν θεό έξυπνο, ζωντανό και ερωτικό. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Διόνυσος απήχθη από Ετρούσκους πειρατές καθώς πήγαινε στην Ιταλία. Όμως αποκάλυψε τη θεϊκή του φύση φυτεύοντας μια κληματαριά που τυλίχτηκε γύρω από το κατάρτι και μετατρέποντας τους πειρατές σε δελφίνια. Η Αριάδνη –κόρη του Μίνωα και σύζυγος του Διονύσου– του χάρισε δύο γιους, τον Στάφυλο και τον Οινοπίωνα, καθώς και μια κόρη, την Ευανθώ. Η πλούσια εικονογράφηση των αττικών αγγείων μαρτυρά τη δημοφιλία της λατρείας του Διονύσου. Το δράμα, η πιο ευγενής καλλιτεχνική έκφραση της εποχής, προήλθε από τον διονυσιακό διθύραμβο.
Η βακχική ποίηση αποκαλύπτει το έθιμο του «πότου», δηλαδή της κατανάλωσης κρασιού. Ένας συνηθισμένος πολίτης έβρεχε το πρωινό του ψωμί σε κρασί — η μοναδική στιγμή της ημέρας που το έπινε «άκρατο», δηλαδή αδιάλυτο. Στα συμπόσια, θεσμοθετημένες κοινωνικές συγκεντρώσεις, ο «πότος» μετά από ένα ελαφρύ δείπνο περιλάμβανε αραίωση του κρασιού με νερό, επιτρέποντας εμπνευσμένες συζητήσεις χωρίς μέθη.
Τα βυζαντινά χρόνια
Στην ελληνιστική και πρώιμη βυζαντινή εποχή, η σχέση του ανθρώπου με τον Διόνυσο αλλάζει. Ο θεός, ο επονομαζόμενος «ευάμπελος», ο γενναιόδωρος και «λυσιμέριμνος», ηττάται στα χρόνια του Ιουστινιανού από τον Χριστό, τον «Αληθινό Άμπελο». Η άμπελος και ο οίνος είναι από τα ιερότερα σύμβολα που υιοθέτησε ο Χριστιανισμός από τις αρχαίες θρησκείες, με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη να βρίθουν αναφορών.
Στο Βυζάντιο, το κρασί ενώνει τη βιβλική με την ελληνική παράδοση. Ο Διόνυσος «δανείζει» τα σύμβολά του στον Χριστό και τον αυτοκράτορα, καθώς και οι δύο απεικονίζονται ως αμπέλια. Οι απόστολοι και οι πιστοί παρομοιάζονται με κλήματα και σταφύλια.
Η βυζαντινή κοινωνία παρουσιάζει δύο όψεις: η πρώτη είναι της αριστοκρατίας, η οποία αφηγείται ηρωικά κατορθώματα πίνοντας γλυκό κρασί σε χρυσά ποτήρια, όπως οι ήρωες του Ομήρου. Η Κωνσταντινούπολη, όπου συγκεντρώνονταν όλα τα κρασιά της αυτοκρατορίας, ονομαζόταν «Winburg» από τους Αγγλοσάξονες, δηλαδή «πόλη του κρασιού». Η δεύτερη όψη είναι του λαού, ο οποίος συνέχιζε να πίνει κρασί σε ταβέρνες και καπηλειά.
Ο Μεσαίωνας και η Τουρκοκρατία
Η διάδοση του Χριστιανισμού στη μεσαιωνική Ευρώπη αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της αμπελουργίας και της οινοποίησης. Το κρασί είναι βασικό στοιχείο της Θείας Κοινωνίας και θεωρείται δώρο του Θεού που «ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου». Αυτή είναι και η κυρίαρχη αντίληψη των μοναχών, οι οποίοι ανέλαβαν τη φροντίδα και την ανάπτυξη των αμπελώνων. Τα μοναστήρια διαθέτουν εκτεταμένους αμπελώνες και οι Κανονισμοί τους περιέχουν επανειλημμένες αναφορές στην παραγωγή, αποθήκευση και χρήση κρασιού.
Κατά τον 13ο αιώνα καθιερώθηκε ο Άγιος Τρύφωνας ως προστάτης του αμπελιού, εορταζόμενος την 1η Φεβρουαρίου, όταν ξεκινά το κλάδεμα, ειδικά στη Θράκη και τη Μακεδονία.
Ενώ οι μοναχοί καλλιεργούσαν το αμπέλι, οι οπαδοί του Μωάμεθ το κατέστρεφαν. Η καταστροφή των αμπελώνων στη Μέση Ανατολή και την Ελλάδα υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική.
Η Νεότερη Εποχή
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμπελουργία δεν αναπτύχθηκε βάσει σχεδίου. Ξεκίνησε σε μικρή κλίμακα και αναπτύχθηκε σταδιακά. Όταν η Ελλάδα απέκτησε τα σημερινά της σύνορα, οι αμπελώνες αποτελούνταν από μικρές εκτάσεις με διαφορετικές συνθήκες καλλιέργειας.
Μετά τον πόλεμο, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Η φυλλοξήρα, ένα έντομο που καταστρέφει τα αμπέλια, επιτέθηκε στους ελληνικούς αμπελώνες. Ποικιλίες εγκαταλείφθηκαν, τα ποιοτικά ορεινά αμπέλια χάθηκαν και το ελληνικό κρασί θεωρούνταν «μεσογειακό», δηλαδή με υψηλό αλκοόλ, χωρίς οξύτητα και αρώματα. Πλην του γλυκού Μοσχάτου Σάμου, δεν υπήρχε κανένα ελληνικό κρασί με αναγνωρισμένη γεωγραφική ένδειξη στην αγορά.
Η αναγέννηση του ελληνικού κρασιού
Η ιστορία της ελληνικής οινοποιίας και η ανάπτυξη του εμφιαλωμένου κρασιού ξεκινούν τη δεκαετία του ’60, με τις πρώτες σοβαρές επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμό. Ακολουθεί θεαματική βελτίωση της τεχνολογίας και αναδιάρθρωση των αμπελώνων με επιλεγμένες ποικιλίες, βάσει μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Οίνου. Τη δεκαετία του ’70 καθορίστηκαν νομοθετικά οι ζώνες Ονομασίας Προέλευσης.
Ο ανθρώπινος παράγοντας ήταν καθοριστικός: οι οινολόγοι μετέφεραν τις επιστημονικές τους γνώσεις στην παραγωγή και οι οινοπαραγωγοί αποδείχθηκαν δεκτικοί στις αλλαγές. Η ταχεία ανάκαμψη δείχνει τη δυναμική της ελληνικής αμπελοοινικής οικονομίας.